• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
agree to [sth] vtr phrasal insep (consent)συμφωνώ σε κτ, συναινώ σε κτ περίφρ
 The patient has agreed to the procedure.
agree to do [sth] v expr (consent)συμφωνώ να κάνω κτ περίφρ
  (πιο επίσημο)συναινώ στο να γίνει κτ περίφρ
 Olivia's parents agreed to let her go to the party.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
agree to anything v expr (not be discerning)συμφωνώ με όλα περίφρ
 His love is blind; he will agree to anything.
agree to disagree,
agree to differ
v expr
(accept different opinion)συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε έκφρ
 If you can't see things my way we will just have to agree to disagree because I won't change my mind either.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'agree to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση agree to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «agree to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!